πολυστένακτος

πολυστένακτος
-η, -ο / πολυστένακτος, -ον, ΝΜΑ, πολυστέναχτος, -η, -ο, Ν, πολυστέναχος, -ον, Μ
1. αυτός που επιφέρει, που προκαλεί πολλούς στεναγμούς
2. ο γεμάτος στεναγμούς («τὸν πολυστένακτον ἀνθρώπων βίον γέλωτι κεράσας», Ανθ. Παλ.)
νεοελλ.
αυτός που στενάζει πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + στενάζω / στενάχω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυστένακτος — causing many groans masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστένακτον — πολυστένακτος causing many groans masc/fem acc sg πολυστένακτος causing many groans neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστενάκτου — πολυστένακτος causing many groans masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστενάκτους — πολυστένακτος causing many groans masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστενάκτων — πολυστένακτος causing many groans masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστένακτα — πολυστένακτος causing many groans neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστένακτε — πολυστένακτος causing many groans masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστένακτοι — πολυστένακτος causing many groans masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυστέναχος — ον, Μ βλ. πολυστένακτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”