- πολυστένακτος
- -η, -ο / πολυστένακτος, -ον, ΝΜΑ, πολυστέναχτος, -η, -ο, Ν, πολυστέναχος, -ον, Μ1. αυτός που επιφέρει, που προκαλεί πολλούς στεναγμούς2. ο γεμάτος στεναγμούς («τὸν πολυστένακτον ἀνθρώπων βίον γέλωτι κεράσας», Ανθ. Παλ.)νεοελλ.αυτός που στενάζει πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + στενάζω / στενάχω].
Dictionary of Greek. 2013.